μεταπλώω

μεταπλώω
μεταπλώω (Α)
ιων. τ. βλ. μεταπλέω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεταπλέω — μεταπλέω, ιων. τ. μεταπλώω (Α) πλέω από έναν τόπο σε άλλο ή πλέω με διαφορετική κατεύθυνση, μεταβάλλω τον πλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”